lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα γαλλικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (23):
accidenter, agrémenter, alterner, altérer, amender, changer, commuer, contrefaire, différer, diverger, diversifier, décomposer, dénaturer, déplacer, maquiller, modifier, relayer, remanier, réformer, varier, échanger, égayer, évoluer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα γαλλικά, accidenter στα ελληνικά
ποικίλλω στα γαλλικά