lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα νορβηγικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avløse, avvika, avvike, bytte, endra, endre, forandre, omkastning, skifte, utbytte, variere, veksle
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα νορβηγικά, avløse στα ελληνικά
ποικίλλω στα νορβηγικά