lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα γερμανικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
ablösen, abwechseln, abweichen, abändern, modifizieren, umwandeln, umwechseln, umziehen, unterscheiden, verstellen, verändern, wandeln, wechseln, ändern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα γερμανικά, ablösen στα ελληνικά
ποικίλλω στα γερμανικά