lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα αγγλικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
admit, afford, allow, authorize, commit, consent, empower, enable, entitle, facilitate, let, license, may, permit, presume, qualify, release
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα αγγλικά, admit στα ελληνικά
επιτρέπω στα αγγλικά