lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα πολωνική

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
dopuszczać, pozwalać, pozwolić, umożliwiać, upoważniać, zezwalać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα πολωνική, dopuszczać στα ελληνικά
επιτρέπω στα πολωνική