lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
вырашаць, дазваляць, перамагаць, дазволіць, упаўнаважваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα λευκορωσίας, вырашаць στα ελληνικά
επιτρέπω στα λευκορωσίας