lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα ουγγρική

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
bebocsát, beereszt, enged, odaenged, megengedni, lehetővé, tenni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα ουγγρική, bebocsát στα ελληνικά
επιτρέπω στα ουγγρική