lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
admitir, apoderar, aquiescer, autorizar, concordar, consentir, facilitar, facultar, habilitar, permitir, reconhecer, tolerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα πορτογαλικά, admitir στα ελληνικά
επιτρέπω στα πορτογαλικά