lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα φινλανδικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
sallia, suvaita, edellyttää, valtuuttaa, jättää, helpottaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα φινλανδικά, sallia στα ελληνικά
επιτρέπω στα φινλανδικά