lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα γερμανικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
beauftragen, berechtigen, bevollmächtigen, bewilligen, einlassen, erlauben, erleichtern, ermächtigen, ermöglichen, genehmigen, gestatten, lassen, leisten, vorlassen, weglassen, zugeben, zulassen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα γερμανικά, beauftragen στα ελληνικά
επιτρέπω στα γερμανικά