lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα σουηδικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
begå, erkänna, instämma, bifalla, la, låta, tillåta, tillåtelse
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα σουηδικά, begå στα ελληνικά
επιτρέπω στα σουηδικά