lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα τσεχική

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (25):
autorizovat, dopouštět, dopustit, dovolit, dovolovat, opravňovat, oprávnit, poskytnout, povolit, pověřit, přijmout, připouštět, připustit, přivolit, schválit, souhlasit, strpět, svolit, trpět, ulehčit, umožnit, usnadnit, uznat, zmocnit, zplnomocnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα τσεχική, autorizovat στα ελληνικά
επιτρέπω στα τσεχική