lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα νορβηγικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
autorisere, begå, bevilge, godkjenne, la, lette, muliggjøre, oppta, samtykke, tillate
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα νορβηγικά, autorisere στα ελληνικά
επιτρέπω στα νορβηγικά