lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα ρωσικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
допускать, дозволять, позволять, разрешать, изволить, позволить, разрешить, облегчать, уполномочивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα ρωσικά, допускать στα ελληνικά
επιτρέπω στα ρωσικά