lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα γαλλικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
demeurer, devenir, gîter, habiter, loger, parcourir, percher, reste, rester, résider, séjourner, tenir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα γαλλικά, demeurer στα ελληνικά
μένω στα γαλλικά