lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα ρωσικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
жить, квартировать, обитать, держать, пребыть, пребывать, заделать, становить, стать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα ρωσικά, жить στα ελληνικά
μένω στα ρωσικά