lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα γερμανικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
aufhalten, bekommen, bewohnen, bleiben, dableiben, geblieben, halten, hausen, leben, verweilen, weilen, werden, wohnen, woraufhin
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα γερμανικά, aufhalten στα ελληνικά
μένω στα γερμανικά