lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα λιθουανική

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (4):
būti, gyventi, likti, tapti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα λιθουανική, būti στα ελληνικά
μένω στα λιθουανική