lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα αγγλικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
abide, abode, become, domicile, dwell, get, inhabit, keep, live, remain, remains, reside, rest, sojourn, stay, tarry
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα αγγλικά, abide στα ελληνικά
μένω στα αγγλικά