lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα λευκορωσίας

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
жыць, трымаць, быць, знаходзіцца, прабываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα λευκορωσίας, жыць στα ελληνικά
μένω στα λευκορωσίας