lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα ισπανικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
estar, habitar, hacerse, llegar, morar, permanecer, quedar, quedarse, residir, vivir, volverse
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα ισπανικά, estar στα ελληνικά
μένω στα ισπανικά