lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα κροατικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-κροατικά
Μεταφράσεις (5):
stanovati, živjeti, držati, ostati, boraviti
Σχετικές λέξεις:
κροατικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα κροατικά, stanovati στα ελληνικά
μένω στα κροατικά