lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα νορβηγικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
bebo, befinne, bli, bo, boning, bor, bosted, dvele, forbli, la, leve, rast, rest, ro
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα νορβηγικά, bebo στα ελληνικά
μένω στα νορβηγικά