lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα αγγλικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
amusement, distraction, diversion, enjoyment, entertainment, game, pastime, recreation, sport
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα αγγλικά, amusement στα ελληνικά
απασχόληση στα αγγλικά