lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα ουκρανικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
абстракція, вивезення, відвертання, відволікання, відпочинок, відхил, відхилення, гра, джерело, дичина, забава, зняття, партія, послаблення, релаксація, ресурс, розвага, розвагу, розважання, флірт
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα ουκρανικά, абстракція στα ελληνικά
απασχόληση στα ουκρανικά