lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα βουλγαρικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
забавление, игра, развлечение
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα βουλγαρικά, забавление στα ελληνικά
απασχόληση στα βουλγαρικά