lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα σουηδικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
avkoppling, förströelse, nöje, tillställning, underhållning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα σουηδικά, avkoppling στα ελληνικά
απασχόληση στα σουηδικά