lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα νορβηγικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
atspredelse, avkoppling, distraksjon, forlystelse, fornøyelse, løyer, moro, morskap, rekreasjon, tidsfordriv, underholdning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα νορβηγικά, atspredelse στα ελληνικά
απασχόληση στα νορβηγικά