lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα ουγγρική

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
mulatság, szórakozás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα ουγγρική, mulatság στα ελληνικά
απασχόληση στα ουγγρική