lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα δανική

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
forlystelse, fornøjelse, moro, rekreation, tidsfordriv, underholdning
Σχετικές λέξεις:
δανική απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα δανική, forlystelse στα ελληνικά
απασχόληση στα δανική