lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα γαλλικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
agrément, amusement, amusette, dissipation, distraction, divertissement, hochet, loisir, passe-temps, plaisance, récréation
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα γαλλικά, agrément στα ελληνικά
απασχόληση στα γαλλικά