lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα ιταλικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
diletto, diporto, distrazione, divertimento, intrattenimento, passatempo, ricreazione, spasso, svago
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα ιταλικά, diletto στα ελληνικά
απασχόληση στα ιταλικά