lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα φινλανδικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
ajanviete, hauskuus, huvi, huvitus, lysti, ratto, viihdyke, virkistys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα φινλανδικά, ajanviete στα ελληνικά
απασχόληση στα φινλανδικά