lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα πορτογαλικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
deporte, distracção, diversão, divertimento, entretenimento, recreio, recreou
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα πορτογαλικά, deporte στα ελληνικά
απασχόληση στα πορτογαλικά